σπαγέτο

σπαγέτο
σπαγέτο, το και σπαγγέτι, το
(λ. ιταλ.), είδος ζυμαρικών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σπαγέτο — και σπαγγέτο, το, Ν είδος ζυμαρικού, λεπτά μακαρόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spaghetti] …   Dictionary of Greek

  • σπαγγέτο — το, Ν βλ. σπαγέτο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”